- γυιῶ
- γυίζωtake in the handfut ind act 1st sg (attic epic doric)γυιόςlamemasc/neut gen sg (doric aeolic)γυιόωlamepres subj act 1st sgγυιόωlamepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυιώ — γυιῶ ( όω) (Α) 1. καθιστώ κάποιον ανάπηρο 2. εξασθενώ, βλάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυῑον ή, κατ άλλους, < (σύνθ.) απογυιώ («εξασθενώ, αδυνατίζω»)] … Dictionary of Greek
γυίω — ἐγγυάω give pres subj act 1st sg (epic doric ionic) ἐγγυάω give pres ind act 1st sg (epic doric ionic) γυί̱ω , γυῖον limb neut nom/voc/acc dual γυί̱ω , γυῖον limb neut gen sg (doric aeolic) γυιόω lame pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) γυιόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυίῳ — γυί̱ῳ , γυῖον limb neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απογυιώ — ἀπογυιῶ ( όω) (Α) [γυιώ] εξασθενίζω κάποιον, τον καθιστώ παράλυτο … Dictionary of Greek
γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… … Dictionary of Greek
γυιός — (I) γυιός, ή, όν (Α) [γυιώ] ανάπηρος. (II) ο βλ. γιος … Dictionary of Greek
καταγυιώ — καταγυιῶ, όω (Α) εξασθενίζω, αδυνατίζω («ὡς καταγυιοῑ τοὺς πίνοντας», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γυιῶ «εξασθενίζω, βλάπτω»] … Dictionary of Greek